Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Σχολιασμός, επισημάνσεις και προτάσεις επί του Σχεδίου Νόμου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Είναι κοινή παραδοχή πως το σύστημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας μας βιώνει μία κρίση χωρίς προηγούμενο, καθώς βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στις παθογένειες του. Λίγες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις, είτε Πανεπιστημίων, είτε Τ.Ε.Ι., που καταφέρνουν να κρατούν την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε υψηλό επίπεδο, παρά τις δυσκολίες, λαμβάνοντας μία σειρά από διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο, ενώ τα υπόλοιπα Ιδρύματα και οι διοικήσεις αυτών παλεύουν για την επιβίωση τους. Η πηγή όλων των προβλημάτων θεωρείται από πολλούς η τεράστια μείωση της χρηματοδότησης προς τα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς πως η ελληνική εκπαίδευση αποτελεί, προφανώς, κομμάτι του κοινωνικού κράτους και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της Δημόσιας και της Δωρεάν Παιδείας, στο πλαίσιο της ανταποδοτικής φορολόγησης των πολιτών, εξάγει το συμπέρασμα πως χωρίς επαρκή χρηματοδότηση παραλύει, σιγά σιγά, το σύστημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Πράγματι, ως υπέρμαχοι της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, δεν πάψαμε στιγμή να υπερασπιζόμαστε, στα πλαίσια της λογικής, του διαλόγου και της κινηματικής μας δράσης, τον χαρακτήρα των Πανεπιστημίων και μία αξιοπρεπή χρηματοδότηση για την κάλυψη των αναγκών τους. Και όχι επειδή απλά μας το υποδεικνύει η ιστορική συνέχεια της παράταξης μας, αλλά γιατί είναι βαθιά ριζωμένες στη βάση της ΠΑΣΠ και της ΠΑΣΠ ΕΜΠ πιο συγκεκριμένα, οι αξίες για ισότητα και αξιοκρατία στο χώρο της Παιδείας ευρύτερα. Επειδή, λοιπόν, η Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία προσπαθεί ακριβώς αυτό, να δώσει, δηλαδή, όσο περισσότερο γίνεται ίσες ευκαιρίες προς ολόκληρη την κοινωνία αναφορικά με την εκπαίδευση, και όχι να τις περιορίζει σε όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να την πληρώσουν, αξίζει η υπεράσπιση της απέναντι σε όσους προσδοκούν να την ισοπεδώσουν και να την αντικαταστήσουν, ορμώμενοι από την ιδεολογική τους παράδοση και από τις παθογένειες που αυτή παρουσιάζει.

Ο θεσμός – δώρο της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας που μας συνοδεύει και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως, προφανώς και νοσεί. Νοσεί επειδή απέτυχε να συμβαδίσει με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και επειδή η ίδια η κοινωνία οπισθοδρομεί τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύοντας ιδιαίτερα την σχετική προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ασθένεια του, ωστόσο, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική ασφυξία, η οποία είναι λογική συνέχεια της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρας. Οφείλεται και στην απουσία ενός ισχυρού νομικού και θεσμικού πλαισίου που θα εκσυγχρονίσει τα Πανεπιστήμια, και που η απουσία του οποίου αποκάλυψε την γύμνια των Ιδρυμάτων δια της απουσίας επαρκούς χρηματοδότησης. Η ευθύνη, προφανώς, δεν είναι μετέωρη, αλλά βαραίνει όσους έχουν αναλάβει θεσμικούς ρόλους σε επίπεδο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Παιδείας συνολικά, καθώς ποτέ δεν υιοθετήθηκε πλήρως ένα τέτοιο καινοτόμο νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Βαραίνει, όμως, και όλους εκείνους που επικαλούμενοι την πολιτική τους ταυτότητα και ιστορία και προσκρούοντας σε στεγανά του παρελθόντος, εναντιώνονται σε οτιδήποτε νέο και καινοτόμο, σε ένα ρόλο αναχώματος και επιβραδυντικού μηχανισμού.

Επειδή, λοιπόν, ο χρόνος μετράει αντίστροφα και τα Ιδρύματα ασφυκτιούν, ενώ παράλληλα παραμονεύουν όσοι θέλουν να επιβάλλουν λογικές περιορισμού της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, είναι τεράστια η ανάγκη ηχηρών παρεμβάσεων στην Παιδεία!

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν, λοιπόν, οι παθογένειες των Πανεπιστημίων, επιβάλλεται η ταυτόχρονη διευθέτηση δύο πολύ βασικών ζητημάτων:
  • Καταρχάς, η αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία σε επίπεδα βιώσιμα για την κάλυψη των βασικών αναγκών της, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Δεν αποτελεί, άλλωστε, ορθολογική βάση η είσπραξη μέρους της φορολόγησης των πολιτών για την τροφοδότηση της Παιδείας, την ώρα που τα Ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ή ακόμα και τα σχολεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, παραλύουν.
  • Κατά δεύτερον, ο εκσυγχρονισμός του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ανώτατης Εκπαίδευσης προκειμένου να παρέχει τα μέσα στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. ώστε να επιβιώσουν αρχικώς, και εν συνεχεία να αναπτυχθούν, καθιστώντας τα ευπροσάρμοστα στις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες.
Δυστυχώς, ο Νόμος 4009/2011, αν και καινοτόμος στο σύνολο του, εμφάνιζε πλήθος μελανών σημείων που απειλούσαν το Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα απέτυχε στην εφαρμογή του, καθώς δεν έγινε αποδεκτός από την κοινωνική αντίδραση της εποχής, η οποία επεκτάθηκε και στο σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Έξι χρόνια μετά, και ενώ μεσολάβησαν επιμέρους μικρές ή και μεγάλες αλλαγές επί της δομής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μετά από την απομάκρυνση δύο Υπουργών Παιδείας, αποκαλύπτει το «ριζοσπαστικό» νομοσχέδιο που προετοίμαζε εδώ και δύο χρόνια. Δύο χρόνια όπου η κοπτοραπτική και οι πολλά υποσχόμενες δηλώσεις αποτέλεσαν τη βασική πολιτική κατεύθυνση της Κυβέρνησης σε ζητήματα Παιδείας. Η αναμονή, ωστόσο, έληξε...

Μία πρώτη ανάλυση του Νομοσχεδίου μας κάνει να αναρωτηθούμε αν πράγματι άξιζε αυτή η αναμονή. Δυστυχώς, όμως, η νομοθετική πρωτοβουλία που αποτυπώθηκε στο Σχέδιο Νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις» αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και των αναγκών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καθώς λίγα σημεία του Νόμου αποτιμώνται θετικά, ενώ απουσιάζουν θεμελιώδεις αναφορές, με αποτέλεσμα τα βασικά προβλήματα του Πανεπιστημίου να παραμένουν. 

Ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, ωστόσο, ως φοιτητές πολιτικά ενεργοί που ενδιαφέρονται και αγωνιούν για το μέλλον της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, προσπαθήσαμε να αποτιμήσουμε συνολικά το Σχέδιο Νόμου, τόσο επισημαίνοντας λάθη και μελανά σημεία, όσο και προτείνοντας βάσει των θέσεων που έχουμε εκφράσει στο παρελθόν. Πρωτίστως, όμως, και προτού βαθύνουμε περισσότερο την ανάλυση μας, κρίνουμε απαράδεκτη τη χρονική διάρκεια των δύο εβδομάδων διαβούλευσης, καθώς αποτελεί ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για ένα Νομοσχέδιο που αφορά ένα τόσο ευαίσθητο τομέα όπως αυτός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Παράλληλα, θεωρούμε πως ένα τέτοιο Νομοσχέδιο θα πρέπει να είναι προϊόν πολλαπλών πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή από την κοινωνία και να διαμορφώνει το κοινώς αποδεκτό τοπίο της Εκπαίδευσης που δεν θα αλλάζει ανάλογα με τις κοπτοραπτικές διαθέσεις επόμενων Κυβερνήσεων. Ωστόσο, σε μία πρώτη ανάγνωση, γίνεται φανερή η εναντίωση του νομοθέτη έναντι πρόσφατων προηγούμενων νομοθετημάτων και προσπαθειών που ήταν αποδεκτά από τον πολιτικό κόσμο, δημιουργώντας ένα πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης στο χώρο της Παιδείας, ενώ θα έπρεπε να είναι χώρος συναίνεσης.

Πιο αναλυτικά, παρατηρούνται αστοχίες και ελλείψεις:
  • Απουσιάζει για ακόμη μία φορά ένα ολοκληρωμένο σύστημα Αξιολόγησης.
  • Δεν ενισχύεται επ ουδενί η διασύνδεση του Πανεπιστημίου και των αποφοίτων του με την αγορά εργασίας.
  • Δεν αντιμετωπίζονται οι παθογένειες στη διοίκηση των Ιδρυμάτων καθώς η Σύγκλητος λαμβάνει ξανά ρόλο υπεροργάνου, ενισχύοντας φαινόμενα διαπλοκής και αδιαφάνειας.
  • Δεν εισάγεται κανένα νομικό πλαίσιο για την περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση του ερευνητικού έργου – Καμία εισαγωγή διατάξεων πνευματικών δικαιωμάτων ευρεσιτεχνιών που θα καρπώνονται τα Ιδρύματα.
  • Εισάγονται τα Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας που αν και επρόκειτο για όργανο με έντονα χαρακτηριστικά ακαδημαϊκότητας και στρατηγικής ανάπτυξης των Ιδρυμάτων παράλληλα με τις αντίστοιχες περιφέρειες, εκφράζουμε τους προβληματισμούς μας σε σχέση με την αποτελεσματικότητα τους, καθώς δεν τους εκχωρείται κάποια ουσιαστική ευθύνη.
  • Κρίνεται πλήρως ανούσια η δυνατότητα που εισάγεται για οργάνωση στα Α.Ε.Ι. διετών προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης για αποφοίτους ΕΠΑ.Λ., καθώς δεν συμβαδίζουν με την αποστολή τους για παροχή ποιοτικής και ολοκληρωμένης εκπαίδευσης στους φοιτητές τους.
  • Δεν εισάγονται σαφή αξιολογητικά κριτήρια που θα καθορίζουν την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας Α.Ε.Ι., ενώ προκύπτει ένας προβληματισμός ως προς το βαθμό που πλήττεται το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου με όσα προβλέπονται. Θεωρούμε πως μια τελική απόφαση του εκάστοτε Υπουργού είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε τεκμηριωμένες μελέτες, να βασίζεται στα εν λόγω αξιολογητικά κριτήρια και να λαμβάνεται υπόψιν η εισήγηση του εκάστοτε Ιδρύματος ή Σχολής.
  • Η ύπαρξη δύο διαφορετικών ψηφοδελτίων για την εκλογή Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων αντίστοιχα ενέχει σαφώς τον κίνδυνο τελικά να μη διοικείται το Ίδρυμα. Θεωρούμε πως θα πρέπει να υπάρχει εκλογικός συνδυασμός Πρύτανη – Αντιπρυτάνεων που θα υποστηρίζουν κοινό πρόγραμμα για το Ίδρυμα, ώστε να το εφαρμόσουν με την εκλογή και ανάληψη των καθηκόντων τους.
  • Από την διαδικασία των Πρυτανικών εκλογών λείπουν οι φοιτητές, που αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των Α.Ε.Ι. και θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου στη συγκεκριμένη διαδικασία. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής των φοιτητών, με μία ποσόστωση, στις εκλογές για τη διοίκηση του Ιδρύματος, ώστε να επιλέξουν σύμφωνα με την κρίση τους και το πρόγραμμα κάθε εκλογικού συνδυασμού. Θεωρούμε λάθος να μη τους δίνεται η δυνατότητα αυτή, καθώς χάνεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας της και στερείται, σε όσους επιθυμούν, το δικαίωμα να εκλέξουν το μονοπρόσωπο όργανο που θα εκπροσωπεί το σύνολο του εκάστοτε Ιδρύματος.
  • Υπάρχει αυξημένη δικαιοδοσία και παραπάνω εκλόγιμες θέσεις στους φοιτητές από όσες μπορούν γνωστικά να υποστηρίξουν. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε πως η συμμετοχή εκπροσώπου των φοιτητών στη Γενική Συνέλευση Τομέα με δικαίωμα ψήφου είναι υπερβολική και, τελικώς, λανθασμένη. Θα αρκούσε απλά να δύναται να μεταφέρει ορισμένες απόψεις και αποφάσεις του συλλόγου φοιτητών. Επιπλέον, όπως περιγράφονται οι αρμοδιότητες του Πρυτανικού Συμβουλίου στην θεωρούμε πως το δικαίωμα ψήφου τόσο των φοιτητών όσο και των διοικητικών υπαλλήλων είναι περιττό. Ωστόσο, κρίνεται ορθή η συμμετοχή τους στο όργανο του Πρυτανικού Συμβουλίου προκειμένου να επιτελούν ένα γνωμοδοτικό και ελεγκτικό ρόλο.
  • Θεωρούμε πως η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των Ιδρυμάτων και των Σχολών (την οποία και επικροτούμε) θα πρέπει να περιορίζεται στα θέματα που αυτοί μπορούν να γνωρίζουν και, τελικώς, να συνεισφέρουν. Συνεπώς, το δικαίωμα ψήφου (και όχι η παρουσία και η παρέμβαση) των εκπροσώπων των φοιτητών επί ζητημάτων καθαρά οικονομικού χαρακτήρα ή και ορισμένες φορές διοικητικού χαρακτήρα, είναι περιττό.
  • Δεν αναφέρεται η δυνατότητα δημιουργίας ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών τα οποία θα μπορούσαν να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό.
  • Εισάγονται και συντηρούνται έννοιες τελών φοίτησης στα μέχρι πρότινος Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης, τα οποία μετονομάστηκαν (για λόγους επικοινωνιακούς;) σε Κέντρα Εκπαίδευσης και Δια Βίου Μάθησης.
  • Εισάγονται και συντηρούνται έννοιες τελών φοίτησης στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών.
  • Δεν γίνεται καμία εκτενή αναφορά στο πως δομούνται τα Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών με όλες τις λεπτομέρειες, προκειμένου να οριστεί σαφώς το πλαίσιο γύρω από το οποίο θα πρέπει να λειτουργούν, αλλά μάλλον αποφεύγεται τεχνηέντως, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα με έντονες διακυμάνσεις της κοινής γνώμης.
Ωστόσο, εξάγουμε και μία θετική αποτίμηση:
  • Επαναφέρει σε βαθμό επαρκή (ίσως και υπερβολικό σε ορισμένα σημεία που αναλύονται παραπάνω) την φοιτητική εκπροσώπηση στην διοίκηση των Ιδρυμάτων και των Σχολών, αίτημα που αποτελεί πάγια διεκδίκηση μας, καθώς ενισχύεται η δημοκρατία και δίνεται η δυνατότητα να ακούγονται διαφορετικές απόψεις, γνώμες και προβληματισμοί.
  • Εισάγεται η έννοια του «ακαδημαϊκού ασύλου» και ορίζεται ακριβώς τι κατοχυρώνεται με αυτό. Μια ανάγνωση που μπορεί να δοθεί με τη θέσπιση του ακαδημαϊκού ασύλου και η οποία μας εκφράζει, είναι πως τα Α.Ε.Ι της χώρας σε επίπεδο ελευθεριών αποτελούν ένα πρότυπο κοινωνίας, όπου όλες οι απόψεις εκφράζονται. Ταυτόχρονα, η εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία κυλά ομαλά και χαράσσεται από τους αρμόδιους φορείς κάθε Ιδρύματος, σύμφωνα με τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα τους. Το άσυλο – υπό αυτή τη σκοπιά – σχετίζεται με ότι αναφέρεται σε ακαδημαϊκή λειτουργία Ιδρυμάτων και ορθά διατυπώνεται με αυτό τον τρόπο. Παράλληλα, μπορεί να διασφαλιστεί πως δεν υφίσταται αποκλεισμός των Πανεπιστημιακών χώρων και αποφεύγεται η μετατροπή τους σε νησίδες ανομίας. Με τον τρόπο αυτό δεν καταπατάτε το ακαδημαϊκό άσυλο και επομένως προστατεύεται η ακαδημαϊκότητα και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κοινότητας και πολεμάται η εγκληματικότητα.
  • Παραμένει ο θεσμός των ΙΔΒΕ, παρά την μετονομασία τους σε ΚΕΔΙΒΙΜ.
  • Παραμένει το ρυθμιστικό πλαίσιο για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας Α.Ε.Ι., παραμένει, όμως, και τα ερωτηματικά σε σχέση με τα κριτήρια τα οποία εισάγονται.
  • Διασφαλίζεται επιτέλους η ο ενιαίος και αδιάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου των πενταετών κύκλων σπουδών.
Η αποτίμηση του εν λόγω Σχεδίου Νόμου, λοιπόν, κρίνεται αρνητική, παρά τα θετικά σημεία που εισάγει. Επειδή, ωστόσο, δεν περιοριζόμαστε ποτέ σε μία στείρα κριτική, αλλά επιθυμούμε να συμβάλουμε και από την πλευρά μας στον εκσυγχρονισμό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καταθέσαμε και πρωτοκολλήσαμε – υπ’αριθμόν πρωτοκόλλου 99853 – τις θέσεις μας, τις παρατηρήσεις και τις επιμέρους προτάσεις μας, ελπίζοντας σε μία τελική μορφή του Νομοσχεδίου που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και θα βοηθά τα Ιδρύματα να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. 

Παρακάτω αναλύουμε ορισμένες βασικές προτάσεις μας προς εισαγωγή στο Νομοσχέδιο, οι οποίες αναλύονται και στην αναλυτική μας πρόταση για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση:

Διάκριση αρμοδιοτήτων Συγκλήτου

Το ισχύον διοικητικό σύστημα των Ιδρυμάτων έχει αποδείξει αδυναμία στην εξασφάλιση της διαφάνειας στη διαχείριση των οικονομικών τους, αφού μόνο σπάνια δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τα φαινόμενα κατάχρησης χρηματικών ποσών που προορίζονται για ερευνητικά προγράμματα, από μέλη ΔΕΠ ή άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τα φαινόμενα αυτά της κατασπατάλησης και κακοδιαχείρισης των οικονομικών πόρων των Ιδρυμάτων, εκτός από την δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στα οικονομικά τους, αποδεικνύουν και την προβληματική λειτουργία ενός οργάνου, το οποίο συγκέντρωνε και συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες της διοίκησης, χωρίς να ελέγχεται και να αξιολογείται από κανέναν.

Για το λόγο αυτό, είναι εξαιρετικής σημασίας η διάκριση των διοικητικών και των ακαδημαϊκών αρμοδιοτήτων που διατηρεί μέχρι σήμερα το όργανο της Συγκλήτου, παρά την ύπαρξη των Συμβουλίων των Ιδρυμάτων ως ένα επιπλέον όργανο από το νόμο 4009/2011 κι έπειτα. Θεωρούμε αναγκαίο τον καταμερισμό, λοιπόν, των αρμοδιοτήτων σε δύο διακριτά, ανεξάρτητα και πιο ευέλικτα όργανα, το Συμβούλιο Διοίκησης και τη Σύγκλητο. Ο διαχωρισμός αυτός θα βοηθήσει στην πάταξη φαινομένων διαπλοκής και αδιαφάνειας, καθώς καταργεί τις επαυξημένες αρμοδιότητες της Συγκλήτου.

Ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Ελέγχου Χρηματοδότησης

Η Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης αποτελεί ένα θεσμό που θα λειτουργεί ως ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ κράτους, Υπουργείου Παιδείας και Πανεπιστημίου. Η Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης θα απαρτίζεται αυστηρά από ορκωτούς λογιστές προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία της και η εγκυρότητα του λόγου της και θα είναι επιφορτισμένη με δύο βασικά καθήκοντα:
  1. Τον έλεγχο της κρατικής χρηματοδότησης, πώς αυτή αξιοποιείται για την κάλυψη αναγκών και αν γίνεται σωστή διαχείρισή της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στοχεύουμε στην εξάλειψη φαινομένων υπεξαίρεσης χρηματικών ποσών από το Ίδρυμα προς ιδίον όφελος.
  2. Την πρόταση περαιτέρω ενισχυμένης χρηματοδότησης από το κράτος προς συγκεκριμένα Ιδρύματα που πληρούν ορισμένα σταθερά κριτήρια φερεγγυότητας. Παράλληλα, τα Ιδρύματα αυτά θα πρέπει να έχουν την τάση και να δείχνουν αξιόλογα σημάδια ακαδημαϊκής και ερευνητικής προόδου στον τομέα τους, βάσει των αποτελεσμάτων του συστήματος Αξιολόγησης.
Περαιτέρω διασύνδεση της έρευνας με επιχειρηματικούς και κοινωνικούς φορείς – Οικονομικά οφέλη για τα Ιδρύματα – Κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών (πνευματικά δικαιώματα)

Εταιρίες και άλλοι φορείς μπορούν να συμβάλλουν θετικά με τη διενέργεια ή τη συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα καθώς αυτές μπορούν να προσφέρουν τόσο οικονομικά οφέλη προς τα Ιδρύματα όσο και την απαραίτητη σύνδεση των φοιτητών με την αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι της συμμετοχής μιας τους σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα θα πρέπει να καλύπτουν σε πρώτη φάση το σύνολο των αναγκών του εργαστηρίου το οποίο θα χρησιμοποιηθεί. Επίσης ο υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ο καθηγητής-υπεύθυνος του εργαστηρίου, καθώς η έρευνα δε θα πρέπει να γίνεται εξ’ ολοκλήρου από την τους εκάστοτε φορείς και τους υπαλλήλους τους. Επίσης, στα πλαίσια της σύνδεσης των φοιτητών με την αγορά εργασίας θα πρέπει όλες οι βαθμίδες των φοιτητών να έχουν κάποια εμπλοκή στο ερευνητικό πρόγραμμα ανάλογα με το έργο που ο εκάστοτε καθηγητής κρίνει ότι μπορούν να προσφέρουν. Τέλος, η όποια ερευνητική δραστηριότητα δεν θα πρέπει να παρακωλύει τις υπόλοιπες ακαδημαϊκές δραστηριότητες του εκάστοτε εργαστηρίου, ενώ η αξιοποίηση του αποτελέσματος του προγράμματος αλλά και το οικονομικό όφελος αυτού του αποτελέσματος θα καθορίζεται μέσω μιας προγραμματικής συμφωνίας που θα πρέπει να υπογράφει η κάθε εταιρία με το εκάστοτε Ίδρυμα.

Τέλος, η παραγωγή ευρεσιτεχνιών κατά την ερευνητική διαδικασία θα πρέπει επιτέλους να μπορεί να αξιοποιείται και αυτές να κατοχυρώνονται στο εκάστοτε Ίδρυμα, βάσει ενός νομοθετικού πλαισίου που, αυτή τη στιγμή, δεν υφίσταται.

Ενίσχυση πρακτικής άσκησης – Διασύνδεση με την Αγορά Εργασίας

Πέραν των ερευνητικών προγραμμάτων είναι αναγκαία η προσέλκυση εταιριών στο κομμάτι της πρακτικής άσκησης, η οποία πρέπει να θεσπιστεί έστω και προαιρετική από το τρίτο έτος σπουδών και μετά , με παράλληλη διεύρυνση των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης (πέραν του συστήματος Άτλας). Η οικονομική συμβολή των εταιριών θα έδινε άλλη πνοή στο θεσμό της Πρακτικής Άσκησης. Επίσης οι σχολές και τα Ιδρύματα θα πρέπει να είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή σεμιναρίων με συμμετοχή ανθρώπων του αντίστοιχου επιχειρηματικού τομέα αλλά και με την προσέλκυση εταιριών για την απονομή βραβείων και υποτροφιών προς τους φοιτητές της εκάστοτε σχολής χωρίς ωστόσο να διαμορφώνουν έναν στείρο και αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των φοιτητών.

Καθιέρωση ενός Εθνικού Συστήματος Αξιολόγησης – Ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Αξιολόγησης

Οι τρεις κύριοι άξονες της αξιολόγησης είναι:
  1. Ο συμβουλευτικός χαρακτήρας προς τα Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση δηλαδή, δε θα κατατάσσει τα πανεπιστήμια σε <<καλά>> και <<κακά>>, αλλά θα λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς τη βελτίωσή τους.
  2. Η δυνατότητα που θα δίνεται στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και στους ίδιους τους φοιτητές να αποφασίζουν για τα πανεπιστήμιά τους συμμετέχοντας ενεργά στη διαδικασία αυτή.
  3. Η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας τόσο ως προς τα κριτήρια όσο και ως προς τις διαδικασίες διεκπεραίωσης της.
Συγκεκριμένα η αξιολόγηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνει την : 
  • Αξιολόγηση υλικοτεχνικής υποδομής
  • Αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών
  • Αξιολόγηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου των διδασκόντων
  • Έλεγχος της διαχείρισης των πόρων που προέρχονται από το κράτος, καθώς και των λοιπών εσόδων (εκτός κρατικού προϋπολογισμού) των πανεπιστημίων.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να διαρθρώνεται σε δύο μέρη, την εσωτερική και την εξωτερική:

Η εσωτερική αξιολόγηση θα πραγματοποιείται εντός των πλαισίων του Ιδρύματος ή του τμήματος με κύριο φορέα τα εσωτερικά όργανα συνδιοίκησης. Η συμμετοχή και ο ρόλος των φοιτητών σε αυτή τη διαδικασία είναι αναγκαίος και θα πρέπει να διασφαλίζεται αφού οι φοιτητές μέσω της καθημερινής δραστηριοποίησης τους στους πανεπιστημιακούς χώρους είναι οι πλέον αρμόδιοι να εντοπίσουν τα μελανά σημεία και να συμβάλουν στην αντιμετώπισή τους. Βεβαίως, για να προκύψουν ορθά συμπεράσματα μέσω της αξιολόγησης οι φοιτητές έχουν το χρέος να λαμβάνουν μέρος στις αντίστοιχες διαδικασίες με ωριμότητα και υπευθυνότητα.

Η δομή της συγκεκριμένης αξιολόγησης θα κινείται σε δύο στάδια : 
  1. Σε πρώτο στάδιο θα γίνεται αξιολόγηση των δομών με βάση αντικειμενικά κριτήρια ώστε να προσδιορίζονται άρτια οι ανάγκες σε προσωπικό με αποτέλεσμα να λειτουργούν στο βέλτιστο επίπεδο. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση ως προς τις δεξιότητες που θα πρέπει να κατέχει ο εκάστοτε υπάλληλος για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αντίστοιχης θέσης εργασίας. Σε περίπτωση που παρατηρείται περίσσεια ή έλλειψη ατόμων σε ορισμένες δομές των Ιδρυμάτων, αυτή θα καλύπτεται με τη χρήση ενδοϊδρυματικής ή διαϊδρυματικής κινητικότητας.
  2. Σε δεύτερο στάδιο θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση των ίδιων των ατόμων για το κατά πόσο πληρούν τις προϋποθέσεις για την κάλυψη της συγκεκριμένης θέσης καθώς επίσης και για το κατά πόσο προσελήφθησαν με αντικειμενικά κριτήρια.
Σε αυτή τη διαδικασία οι φοιτητές έχουν καταλυτικό ρόλο αφού μπορούν κυρίως μέσω των ερωτηματολογίων να αξιολογήσουν τόσο τη λειτουργία των υπηρεσιών του Ιδρύματός τους όσο και την ποιότητα διδασκαλίας του καθηγητικού προσωπικού.

Η εξωτερική αξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται από ένα σώμα αξιολογητών εκτός του αξιολογούμενου Ιδρύματος. Τα άτομα αυτά θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένα με βάση την ακαδημαϊκή προσφορά τους και είτε θα προσεγγίζουν είτε θα προσεγγίζονται από τον ανεξάρτητο φορέα αξιολόγησης ο οποίος θα έχει υπό την εποπτεία του τη διαδικασία της αξιολόγησης όλων των Ιδρυμάτων. Η λειτουργία της εξωτερικής αξιολόγησης κρίνεται αναγκαία μιας και επιτυγχάνεται ο συγκερασμός των απόψεων μέσω μίας γόνιμης διαδικασίας στην οποία αναδεικνύονται διαφορετικές οπτικές σχετικά με πολλά ζητήματα γεγονός που επιτρέπει τη σφαιρική θεώρηση και μελέτη των προβλημάτων.

Με το πέρας της αξιολόγησης τα αποτελέσματα της εκτιμώνται σε ένα τελικό στάδιο από την Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης με αποτέλεσμα να προκύψει ένα ολοκληρωμένο πόρισμα το οποίο θα παρουσιάζει τις όποιες αδυναμίες των Ιδρυμάτων και θα προτείνει λύσεις με απώτερο σκοπό την αναβάθμιση των πανεπιστημίων και ευρύτερα της Παιδείας. Τα πορίσματά της θα παρουσιάζονται από τον ανεξάρτητο φορέα στη Σύγκλητο και τα Συμβούλια Διοίκησης με συμβουλευτικό χαρακτήρα δίνοντας την κατεύθυνση για τις αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν. Κινούμενοι στα πλαίσια των διαδικασιών διαφάνειας τα πορίσματα αυτά θα πρέπει να είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Η αποτελεσματικότητα της αξιολόγησης έγκειται, πέραν όλων των άλλων, και στην τακτικότητα δεδομένου ότι στον ακαδημαϊκό χώρο των πανεπιστημίων οι συνθήκες είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες.

Διασύνδεση της Ανεξάρτητης Αρχής Αξιολόγησης με την Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης

Θεωρούμε πως η διασύνδεση των δύο αυτών Αρχών, όπου η μία θα ανατροφοδοτεί την άλλη με πληροφορίες για τις λειτουργικές ανάγκες των Ιδρυμάτων, για την σωστή ή μη αξιοποίηση των κρατικών κονδυλίων, για την ακαδημαϊκή και ερευνητική πρόοδο που θα αποφέρει ενίσχυση των κονδυλίων, είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση του υγιούς ανταγωνισμού που χρειάζονται τα Ιδρύματα προκειμένου να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της απαξίωσης τους και του μαρασμού τους. 

Ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, με μοναδικό μας κίνητρο τη βελτίωση, σύμφωνα με τα παραπάνω, του συστήματος της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καταθέτουμε τις θέσεις μας, τις παρατηρήσεις μας και τις προτάσεις μας και διεκδικούμε τη διαμόρφωση μίας τελικής μορφής του Νομοσχεδίου που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τις κοινωνίας και θα δίνει απαντήσεις σε όλες τις παθογένειες που αντιμετωπίζουν τα Ιδρύματα.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ