Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Απόφαση Γενικής Συνέλευσης 8/11/2017

Στη σημερινή Γενική Συνέλευση του Φοιτητικού Συλλόγου Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών αποφασίστηκε η συμμετοχή του Συλλόγου στον τριήμερο εορτασμό του Πολυτεχνείου 15,16 και 17 Νοεμβρίου με κλειστή σχολή τις μέρες αυτές.

Αναλυτικά τα αποτελέσματα της Γενικής Συνέλευσης:

ΑΝ.Α.ΦΗ- ΑΣΥΜΜΕ3: 60

ΠΑΣΠ ΕΜΠ: 12

ΜΑΣ: 28

ΑΣΗΜΜΥ: 15

BLOCO: 2
 
Λευκά: 6

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Συγχωνεύσεις και αναβάθμιση ΤΕΙ: Εξορθολογισμός ή απάτη;


Το τελευταίο χρονικό διάστημα βρίσκεται στην επικαιρότητα το θέμα των συγχωνεύσεων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, αλλά και της αναβάθμισης των ΤΕΙ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με εξαγγελίες στελεχών της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας, γίνεται συζήτηση για συγχωνεύσεις τόσο Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μεταξύ τους – όπως αυτή των ΤΕΙ Αθήνας και ΤΕΙ Πειραιά για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής –, όσο και ΤΕΙ με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα – όπως του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων με το ΑΕΙ Ιονίου Πελάγους για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Ιονίων Νήσων –. Αυτές οι εξαγγελίες, βέβαια, δε αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, αλλά έχουν τις βάσεις τους σε μια γενικότερη κατεύθυνση απομείωσης των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ανά την Ελλάδα, γύρω από ένα πλαίσιο συγχωνεύσεων όπως αυτό  τίθεται και στο τελευταίο νόμο αναφορικά με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Από την πλευρά μας, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, κρίνοντας τις παραπάνω κατευθύνσεις και κινήσεις από το υπουργείο, διακρίνουμε το ζήτημα των συγχωνεύσεων από αυτό της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ. Η δυνατότητα που δίνει το νομικό και θεσμικό πλαίσιο των συγχωνεύσεων για έναν εξορθολογισμό του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιπλέκεται και να αναλύεται παράλληλα με μία δήθεν αναβάθμιση των ΤΕΙ, αλλά να αποκτά τη δική του αξία.

Ποια είναι, όμως, η αξία μιας συγχώνευσης;

Είναι γεγονός, πως ανά την ελληνική επικράτεια υπάρχει πλήθος τμημάτων ή σχολών, τόσο σε επίπεδο ΑΕΙ όσο και σε ΤΕΙ, τα οποία υπολειτουργούν. Μερικά από τα αίτια της κατάστασης αυτής είναι η υποχρηματοδότηση σε συνδυασμό με την έλλειψη υποδομών κατάλληλων για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου που καλούνται να φέρουν εις πέρας, αλλά και η περιορισμένη επαγγελματική αποκατάσταση που προσφέρει ο τίτλος σπουδών. Στην πραγματικότητα, μια συγχώνευση τμημάτων ή και σχολών που υπολειτουργούν, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στα προβλήματά τους, καθότι καθίσταται δυνατή η δημιουργία ισχυρών σχολών, που θα δίνουν στους αποφοίτους πτυχία με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, που θα μπορούν να εκτελέσουν επαρκώς το εκπαιδευτικό τους έργο καθώς και που θα έχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αναπτύξουν την ερευνητική τους δραστηριότητα. Οι συγχωνεύσεις αυτές όμως, δε θα πρέπει να γίνονται άκριτα, αλλά στα πλαίσια ενός καθολικού σχεδιασμού, ο οποίος θα έχει ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες πάνω στον οποίο, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, θεωρούμε πως θα πρέπει να στηρίζεται η λειτουργία της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι η λειτουργία ενός αξιόπιστου μηχανισμού αξιολόγησης. Σε αυτό το πλαίσιο, όταν γίνεται λόγος για ένα τόσο λεπτό ζήτημα, όπως οι συγχωνεύσεις, ο συγκεκριμένος μηχανισμός θα πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο, ενώ η όποια συγχώνευση θα πρέπει να προκύπτει ύστερα από σχετικό πόρισμα του αξιολογητικού αυτού μηχανισμού. Η συγχώνευση τμημάτων και σχολών θα πρέπει να έχει ως γνώμονα καθαρά ακαδημαϊκά κριτήρια, τα οποία θα αποσκοπούν στην ενίσχυση της εκπαιδευτικής τους αποστολής. Επιπλέον, από τη στιγμή που δεχόμαστε τον ενιαίο χαρακτήρα του πτυχίου που εξασφαλίζει επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους ως κάτι αδιαπραγμάτευτο, είναι θεμιτή η συγχώνευση τμημάτων με κοινό γνωστικό αντικείμενο, ώστε να αποφευχθούν – σε αντίθετη περίπτωση – φαινόμενα κατάργησης γνωστικών αντικειμένων μέσα από αυτή τη διαδικασία. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η συγχώνευση τμημάτων να εξυπηρετεί την όποια διάθεση μπορεί να υπάρχει από πλευράς κυβερνήσεων ή Υπουργείου Παιδείας για περαιτέρω περιστολή της χρηματοδότησης στα Ιδρύματα ή ακόμα και για περικοπές σε διοικητικό προσωπικό ή μέλη ΔΕΠ.

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως θα πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια, στα οποία θα στηρίζεται η οποιαδήποτε συζήτηση για συγχωνεύσεις. Ενδεικτικά, παρουσιάζονται ορισμένα κριτήρια τα οποία θεωρούμε από την πλευρά μας πως θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο καθολικός αξιολογητικός μηχανισμός:

·         Η επάρκεια σε υλικοτεχνικές υποδομές και κτιριακές εγκαταστάσεις σε κάθε τμήμα ή σχολή.

·         Η επάρκεια κάθε τμήματος/σχολής σε μέλη ΔΕΠ και βοηθητικό προσωπικό για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών.

·         Ο αριθμός των αποφοίτων ως προς τον αριθμό εισακτέων.

·         Το πλήθος των δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά ανά τομέα.

·         Ο βαθμός στον οποίο προσελκύονται ερευνητικά προγράμματα.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μία συγχώνευση θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον του φοιτητή. Όμως μία τέτοια διαδικασία φέρνει ραγδαίες μεταβολές, σε πρώτη φάση, στους υπάρχοντες φοιτητές των τμημάτων που υπόκεινται σε συγχώνευση. Εύλογη είναι, λοιπόν, η θέσπιση μίας μεταβατικής περιόδου με ευκρινή και προσεκτικό σχεδιασμό, κατά τη διάρκεια της οποίας η προσαρμογή στα νέα δεδομένα θα είναι σταδιακή και ομαλή τόσο για τα μέλη ΔΕΠ, όσο και για τους φοιτητές. Στα πλαίσια της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, την οποία πρεσβεύουμε, δε θα πρέπει κανένας φοιτητής να επιβαρυνθεί οικονομικά από τη διαδικασία μεταφοράς και προσαρμογής του στο νέο περιβάλλον, εάν αυτή, εν τέλει, χρειαστεί, θεωρώντας αυτονόητη την κάλυψη των φοιτητικών παροχών σε όλους τους δικαιούχους, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού φοιτητών που τελικά θα διαμορφωθεί.

Επιπρόσθετα, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε συγχώνευση θα πρέπει να εναρμονίζεται με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι αν το γνωστικό αντικείμενο μιας σχολής «ταιριάζει» με το περιβάλλον στο οποίο αυτή βρίσκεται, τότε και το εκπαιδευτικό έργο θα είναι αποτελεσματικότερο και η επαγγελματική αποκατάσταση και αφομοίωση των αποφοίτων στην τοπική κοινωνία θα είναι ευκολότερη, ενώ θα καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση του ερευνητικού έργου με την τοπική κοινωνία και την κουλτούρα που έχει αποκτήσει σε βάθος χρόνων.

Όπως αναφέρθηκε, παράλληλα με το ζήτημα των συγχωνεύσεων, οι κινήσεις του Υπουργείου Παιδείας μαρτυρούν τις προθέσεις του για  αναβάθμιση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) και η εξίσωση τους με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σε μία προσπάθεια μετριοπαθούς διαχείρισης των μνημονιακών επιταγών για απομείωση των Ιδρυμάτων ανά την επικράτεια.

Ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ διαφωνούμε επί της αρχής με την εν λόγω κατεύθυνση που θέτει το νομοσχέδιο, καθώς αφενός προκύπτει ένα κενό σε επίπεδο αγοράς εργασίας που ικανοποιείται από τους αποφοίτους των ΤΕΙ όλα αυτά τα χρόνια, ενώ παράλληλα δημιουργείται υπερκορεσμός των υποψηφίων που θα διεκδικήσουν τις θέσεις απασχόλησης με επιστημονική κατάρτιση ανάλογη των ΑΕΙ. Η κατάρτιση που παρέχεται μέσω των ΤΕΙ είναι ιδιαίτερης σημασίας, ενώ οι απόφοιτοί τους προσφέρουν έργο και λύσεις σε τεχνικό και τεχνολογικό επίπεδο χάρη στις γνώσεις που διαθέτουν. Καλούνται, λοιπόν, να αποτελέσουν το συνδετικό κρίκο μεταξύ της επιστημονικής θεωρίας και της πρακτικής εφαρμογής αυτής. Είναι γεγονός πως το γενικότερο πλαίσιο των περικοπών και υποχρηματοδότησης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας σε συνδυασμό με μια απαξιωμένη αντίληψη ως προς το έργο των ΤΕΙ που δυστυχώς συντηρείται μέχρι και σήμερα σε επίπεδο κοινωνίας, έχουν υποβαθμίσει σημαντικά τον ρόλο τους. Ωστόσο, μια μόνο απλή αναβάθμιση των ΤΕΙ σε ΑΕΙ δε θα οδηγήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη τους και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας τους. Αντίθετα, κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί με τη βελτίωση των ήδη υπαρχουσών υποδομών, την αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών των σχολών αυτών, αλλά και με την καλύτερη προετοιμασία των υποψηφίων που εισάγονται στα ΤΕΙ μέσω των Γενικών Λυκείων και ιδιαίτερα των ΕΠΑΛ. Κατ’ επέκταση, προκύπτουν επιπλέον προβληματισμοί αναφορικά με το νέο ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν τα ΕΠΑΛ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αυτό διότι δεν αναφέρεται πουθενά στο νομοσχέδιο ή στις μεθοδεύσεις του Υπουργείου, πού θα καταλήγει ο κύριος όγκος αποφοίτων των ΕΠΑΛ που μέχρι τώρα απορροφούνταν από τα ΤΕΙ. Εν κατακλείδι, η εν λόγω πρωτοβουλία για αναβάθμιση των ελληνικών ΤΕΙ δε μοιάζει τίποτα περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τέχνασμα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για την δημιουργία εντυπώσεων σε συνδυασμό με την τυφλή ικανοποίηση μνημονιακών επιταγών για μείωση των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ανά την επικράτεια.

Συνοψίζοντας, κρίνουμε ότι η όποια συγχώνευση λάβει χώρα, θα πρέπει να βασίζεται σε σαφώς ορισμένα κριτήρια, κινούμενη ουσιαστικά γύρω από τον άξονα της ακαδημαϊκότητας, αφήνοντας στην άκρη οικονομικούς παράγοντες και τυχόν μικροπολιτικά συμφέροντα και καιροσκοπισμούς. Ταυτόχρονα, η όποια αναβάθμιση των ΤΕΙ δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αναγωγή τους σε ΑΕΙ, αλλά στην πραγματική βελτίωση τους, είτε αφορά τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών, του γνωστικού αντικειμένου και των ίδιων των πτυχίων, είτε την ουσιαστική αναμόρφωση των υποδομών τους, αξιοποιώντας παράλληλα το παραπάνω πλαίσιο συγχωνεύσεων, όπου κρίνεται απαραίτητο.

Οι αλλαγές στην παιδεία είναι ανάγκη να στηρίζονται σε ακαδημαϊκά κριτήρια για την παραγωγή αποφοίτων καταρτισμένων και έτοιμων να βγουν στην αγορά εργασίας, λειτουργώντας προς όφελος αυτών αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί όταν η παιδεία ακμάζει, μαζί της ακμάζουν και η κοινωνία και η οικονομία προς όφελος όλων των πολιτών.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ