Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Η νέα πραγματικότητα του τηλεοπτικού τοπίου

Το τελευταίο διάστημα, ένα από τα ζητήματα σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, το οποίο έχει προκαλέσει αναταραχές και ποικίλες αντιδράσεις, και παρά το γεγονός πως εδώ και χρόνια δεν έχει οριστεί με επαρκή σαφήνεια, δεν έχει κατορθώσει καμία κυβέρνηση, είτε λόγω ανικανότητας είτε λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης, να το επιλύσει, είναι αυτό της αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών. Το εν λόγω ζήτημα τέθηκε εσπευσμένα από την Κομισιόν το καλοκαίρι του 2015, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός νομοσχεδίου με στόχο την ολική οικονομική εξυγίανση της ελληνικής τηλεόρασης. Το εν λόγω νομοσχέδιο, λοιπόν, ανέφερε την ανάγκη ύπαρξης περιορισμένου αριθμού αδειών που αφορούν στα κανάλια εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας, τις οποίες και θα αποκόμιζαν οικονομικά υγιείς σταθμοί. Πιο συγκεκριμένα, προέβλεπε το ελάχιστο κεφάλαιο και τον αριθμό των εργαζομένων ενώ όριζε ως αρμόδιο όργανο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) για τον καθορισμό των κριτηρίων χορήγησης των αδειών. Η ψήφιση πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβρη του 2015, και ενώ για τρεις μήνες η κυβέρνηση αδρανούσε και δεν εφάρμοζε το ψηφισμένο νομοσχέδιο, τον Φλεβάρη του 2016 αποφασίστηκε ο περιορισμός των αδειών σε τέσσερις, αριθμός που προέκυψε βάσει έκθεσης του Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, και εν τάχει ψηφίστηκε η τροποποίηση από τη Βουλή.
Η προκήρυξη του διαγωνισμού αδειοδότησης σήμανε έναν νέο κύκλο συζητήσεων και αντιδράσεων, ιδιαίτερα στο άκουσμα των υποψήφιων καναλιών προς αδειοδότηση.
Μελετώντας προσεκτικά το εν λόγω νομοσχέδιο προκύπτουν επιμέρους ζητήματα που δημιουργούν έντονο προβληματισμό, από τη μία πλευρά αναφορικά με το αν όντως αυτό μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική εξυγίανση του τηλεοπτικού τοπίου και στην τήρηση βασικών κανόνων δεοντολογίας, και από την άλλη για το βαθμό στον οποίο το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία με τρόπο αποτελεσματικό και δυνητικά ωφέλιμο.
Καταρχάς, αποτελεί απορίας άξιο, πώς είναι δυνατόν ένα τηλεοπτικό δίκτυο που μέχρι πρώτινος υποστήριζε αρκετά κανάλια, να περιορίζεται η δυνατότητα εκπομπής του σε συνολικά τέσσερις ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και επιπλέον τους δημόσιους. Πολλές ήταν οι αντιδράσεις και οι προβληματισμοί για την υπόσταση της έκθεσης του Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, καθώς στις προϋπάρχουσες εκθέσεις όσον αφορά το ελληνικό τηλοεπτικό δίκτυο, γίνεται λόγος για μεγαλύτερο πλήθος καναλιών. Πέραν των τεχνικών ζητημάτων, όμως, κρίνεται υπερβολικά δύσκολο να επιτευχθεί η εξυγίανση του τηλεοπτικού τοπίου, σε οικονομικό επίπεδο, με τον τρόπο που καθορίζεται. Πιο συγκεκριμένα, η στέρηση εκπομπής μέσω του ελληνικού τηλεοπτικού δικτύου σε ιδιωτικούς σταθμούς μπορεί να αποφέρει μόνο ζημία, καθώς η πιθανή κατάληξη για ένα κανάλι μπορεί να είναι είτε η χρεοκοπία, είτε η στροφή σε ιδιωτικές πλατφόρμες συνδρομητικής τηλεόρασης. Και στις δύο περιπτώσεις οι οικονομικές απώλειες για τον κρατικό προϋπολογισμό είναι δεδομένες, αφενός διότι η πτώχευση εμποδίζει την δυνατότητα αποκόμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, και αφετέρου διότι ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ της ελεύθερης και της ιδιωτικής συνδρομητικής τηλεόρασης, γεγονός που υποβαθμίζει το προϊόν μακροπρόθεσμα, λόγω έλλειψης ανταγωνισμού, και ελαχιστοποιεί τα έσοδα. Επιπλέον, προβληματικός είναι ο προκαθορισμός του ελάχιστου αριθμού των εργαζομένων, καθώς από τη μία δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία αξιολόγηση δομών για να αναδειχθεί η ανάγκη των καναλιών σε προσωπικό, και από την άλλη τίθεται το ζήτημα της παρέμβασης του κράτους στην αγορά και στον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, το οποίο είναι πλήρως αναρμόδιο να καθορίσει πόσοι εργαζόμενοι θα απασχολούνται. Η διαχείριση του συνόλου των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης καθορίζεται πλήρως από την διοίκηση της, αρκεί να τηρεί το νομικό και θεσμικό πλαίσιο που ορίζεται. Η πολιτική της εκάστοτε εταιρίας και η στρατηγική της ανάπτυξη αποτελεί ένα πολυσύνθετο εγχείρημα σε ένα απαιτητικό περιβάλλον αγοράς, όπως το ελληνικό. Οι υποχρεώσεις της, λοιπόν, προς το κράτος, τους εργαζόμενους της, τους δανειοδότες της, το περιβάλλον αλλά και το κοινωνικό σύνολο δεν επιτάσσει σε καμία περίπτωση συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων, από τη στιγμή που μπορεί να αντεπεξέλθει και με λιγότερους. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να λειτουργεί ως ισχυρό πλεονέκτημα κατά τη διαδικασία αδειοδότησης έναντι των υπολοίπων διαγωνιζόμενων στην συγκεκριμένη περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών.
Σίγουρα πρόκειται για μία αποτυχημένη προσπάθεια κρατισμού από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά επιπλέον αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για την πραγματική πολιτική της στοχοθεσία!
Σημαία της συγκυβέρνησης σε επικοινωνιακό επίπεδο αλλά και βασική της επιχειρηματολογία αποτελεί η διαπλοκή των καναλιών με επιχειρηματικούς κολοσσούς, οι οποίοι προάγουν τα συμφέροντα τους μέσω της ραδιοτηλεοπτικής τους επιρροής. Δυστυχώς, στην παρούσα χρονική συγκυρία, όπου οι κανόνες είτε δεν εφαρμόζονται είτε εκλείπουν, ένα τέτοιο νομοσχέδιο δεν περιορίζει σε καμία περίπτωση την εμφάνιση τέτοιων σχέσεων διαπλοκής, αλλά αντίθετα τις καλλιεργεί. Αναλυτικότερα, οι σταθμοί που διεκδικούν σήμερα την αδειοδότηση τους και τα ισχυρά οικονομικά πρόσωπα που τους χρηματοδοτούν, είναι ελεύθεροι να δρουν σε ένα λιγότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον με μονοπωλιακά χαρακτηριστικά, ελέγχοντας πλήρως το τηλεοπτικό τοπίο, στο οποίο διατηρούνται ίδια και υψηλότερα επίπεδα διαπλοκής με παλαιότερα, δίχως να περιορίζονται από θεσμικά και νομικά πλαίσια. Το γεγονός αυτό παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις καθώς το το μόνο συνταγματικά αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο της ραδιοτηλεόρασης στη χώρα μας, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, δεν έχει ορισθεί και στελεχωθεί από την παρούσα Βουλή.
Οι αλλαγές, λοιπόν, που επιφέρει, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα στο τηλεοπτικό τοπίο, αλλά δημιουργούν αρκετά ερωτήματα για το κατά πόσο καθίσταται η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεργός στη διαπλοκή, μέσω των πελατειακών σχέσεων που θέλει να δημιουργήσει με τους ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών για «ευνοϊκή μεταχείρηση» στο επίπεδο της ενημέρωσης και των πολιτικών σχολιασμών, ως αντάλλαγμα για την παροχή τηλεοπτικής άδειας.
Στόχος της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης, και κάθε μεταρρύθμισης που θα αφορά το τηλεοπτικό σκηνικό θα πρέπει να είναι η διαφάνεια και η βιωσιμότητα των οικονομικών μεγεθών, η εξάλειψη της διαπλοκής στο εσωτερικό του, καθώς και η τήρηση του συνόλου των κανόνων δεοντολογίας, όπως αυτοί προκύπτουν ώστε να υπηρετείται η ελευθερία στην έκφραση και στην ενημέρωση. Η λύση, λοιπόν, δεν είναι οι «αρκετά» περιορισμένες τηλεοπτικές άδειες, δεν είναι ποιά κανάλια θα τις διαθέτουν, όπως επίσης δεν είναι η βίαιη παρέμβαση στην εσωτερική λειτουργία των ιδιωτικών σταθμών. Προφανώς και χρειάζεται οικονομικός έλεγχος για την αδειοδότηση και η σχετική φορολογική και τραπεζική ενημερότητα, όπως είναι ανάγκη να γίνεται στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα από τον κρατικό μηχανισμό. Αλλά πέρα από αυτόν, χρειάζεται ένα συνολικό πλαίσιο θεσμικών κανόνων σε οικονομικό και δεοντολογικό επίπεδο που θα πρέπει να τηρούνται ανεξαιρέτως, με συχνούς ελέγχους οι οποίοι θα αναδεικνύουν οποιαδήποτε παρατυπία, και όχι αδειοδότηση σε ένα βάθος δεκαετίας, όπως προωθεί το παρόν νομοσχέδιο! Αυτή είναι η πραγματική δυσκολία και η ουσιαστική εναντίωση στη διαπλοκή και τα συμφέροντα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που διεκδικούν την αδειοδότηση τους. Όχι ένα απλό λουκέτο σε διαπλεκόμενους και οικονομικά διεφθαρμένους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά πολιτική βούληση για την ανοικοδόμηση ενός υγιούς τηλεοπτικού τοπίου που θα αποτρέπει την επανεμφάνιση και την εδραίωση τους.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως η εξυγίανση του είναι απαραίτητη, ωστόσο θεωρούμε ότι τέτοια νομοσχέδια δε μπορούν να δώσουν τη λύση που επιθυμεί η συγκυβέρνηση, αντίθετα είναι πιθανό να κάνουν τα πράγματα ακόμη χειρότερα, μέσα από τον τεράστιο παρεμβατισμό που ασκούν στην αγορά της τηλεόρασης. Κρίνουμε, λοιπόν, αναγκαία την ουσιαστική μεταρρύθμιση στο χώρο αυτό, με τη θέσπιση μέτρων που θα αποτρέπουν κυβερνητικές και επιχειρηματικές εμπλοκές στη διοίκηση της τηλεόρασης προς αποφυγή της διαπλοκής, ενώ θα εξασφαλίζουν τη φορολογική και τραπεζική ενημερότητα κάθε καναλιού.
Άλλωστε, τα νομικά και θεσμικά πλαίσια αλλά και η παράλληλη τήρηση τους είναι εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα κράτος ισχυρό και ικανό να αντιμετωπίσει την διαπλοκή και τη διαφθορά, μερικές από τις βασικές παθογένειες της Δημοκρατίας. Τέτοιες κινήσεις, ωστόσο, απαιτούν ισχυρή πολιτική βούληση και σταθερό πολιτικό προσανατολισμό, στοιχεία που δυστυχώς δεν διαθέτει σε καμία περίπτωση η σημερινή κυβέρνηση...

ΠΑΣΠ ΕΜΠ

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Ιδεολογικές αγκυλώσεις που πλήττουν την Παιδεία μας

Η πρώτη κίνηση έγινε με τα πρότυπα σχολεία και την απόφαση για κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων και εισαγωγή των μαθητών σε αυτά ύστερα από κλήρωση. Έπειτα, άνοιξε ο διάλογος για την κατάργηση των Πανελληνίων και την αντικατάστασή τους με ένα άλλο σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση που δε θα εμπεριέχει τη «διαγωνιστική διαδικασία». Τώρα το Υπουργείο Παιδείας και ο υπουργός, κ. Νίκος Φίλης, αποφασίζουν οι κρατικές υποτροφίες να μη χορηγούνται μόνο στους φοιτητές με πτυχίο «Άριστα», δηλαδή με μέσο όρο βαθμολογίας 8,5 και πάνω, αλλά και στους φοιτητές με πτυχίο «Λίαν Καλώς», δηλαδή με μέσο όρο από 6,5 έως 8,4. Αναμενόμενη, λοιπόν, η ανάδειξη ηθικών ερωτημάτων και η έντονα σκεπτικιστική αντιμετώπιση των συγκεκριμένων αλλά και ανάλογων ενεργειών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενεργειών που φαίνεται να καταργούν  σταδιακά την έννοια αριστείας από το σύνολο του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Αποτελεί όμως η Αριστεία ένα συστατικό απαραίτητο για τη διαμόρφωση της Παιδείας μας;
Μόνο και μόνο το γεγονός ότι η απάντηση δεν είναι προφανής και αυθόρμητη στο νου του κάθε  Έλληνα είναι προβληματικό. Ναι, η αριστεία είναι, και μπορεί να αποτελέσει και στην ελληνική κοινωνία, μια από τις βασικότερες κινητήριες δυνάμεις προόδου. Μέσω της συνεχούς πάλης να γίνεις καλύτερος, να ξεπεράσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, να φτάσεις ακόμη πιο ψηλά, στα πλαίσια ευγενούς άμιλλας και συναγωνισμού, γεννιέται κάτι νέο, κάτι πρωτοπόρο, υπάρχει εξέλιξη. Ναι η αριστεία απαιτεί κόπο, κούραση, αφοσίωση, επιμονή και υπομονή. Μα ποιος μεγάλος στόχος επετεύχθη διαφορετικά;
Επί του πρακτέου, αναλύοντας ξεχωριστά κάθε μία αλλά και μελετώντας συνολικά τις τελευταίες κινήσεις του Υπουργείου Παιδείας διακρίνει κανείς μια ισοπεδωτική λογική εξίσωσης «προς τα κάτω». Βασιζόμενοι σε μια «αριστερή» ιδεολογία που λέει ότι όλοι είμαστε ίσοι, οι άριστοι ξεχωρίζουν και αυτό δε μας ευχαριστεί. Η λύση για τους κυβερνώντες είναι προφανώς εύκολη. Τους αφανίζουν και στόχος επιτυχής! Και ύστερα αναρωτιέται κανείς… Είναι αυτό αρκετό; Κατά τη σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας απ’ό,τι φαίνεται δεν είναι. Δεν αρκεί να εξαλείψεις τους άριστους, πρέπει να προλάβεις και να αποτρέψεις την εμφάνισή τους. Εισαγάγεις, λοιπόν, τη λογική όχι μόνο να μη δημιουργείς κίνητρα για τη γέννηση της αριστείας, αλλά να εξαλείφεις και τα ήδη υπάρχοντα. Η πρόσφατη απόφαση περί τροποποίησης της απονομής κρατικών υποτροφιών αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα, μιας και παρέχοντας κρατική υποτροφία με βαθμό πτυχίου από 6,5 και άνω, ο «πληθυσμός των αρίστων» αυξάνεται. Οι μέχρι πρότινος άριστοι, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη εξέλιξη χάνουν τα «κυρίαρχο δικαίωμα» στο «προνόμιο» των υποτροφιών, και εν συνεχεία χάνουν και μία αφορμή να κυνηγήσουν τη διάκριση. Μπορεί το πρόσφατο περιστατικό με τις κρατικές υποτροφίες να αποτελεί μια ειδική περίπτωση μα δυστυχώς το πρόβλημα γενικεύεται. Έτσι, παιδιά που από μικρές ηλικίες επιδίδονται και αφιερώνονται στο διάβασμα αλλά και θυσιάζουν κομμάτι του εαυτού τους για να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια και γνώσεις για το μέλλον στερούνται σταδιακά όλο και περισσότερων κινήτρων που θα έπρεπε να παρέχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Έτσι, δυστυχώς, το κράτος αποτυγχάνει να αναδείξει έναν εύλογο αριθμό ικανών ανθρώπων που θα πρωταγωνιστήσουν στην μετέπειτα κοινωνία, οικονομία και παραγωγική διαδικασία, παρά το γεγονός πως έχει τη δυνατότητα να παρέχει μία κατά το δυνατόν κοινή βάση εκκίνησης μέσω της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, που παρά τις παθογένειες που εμφανίζει, αποτελεί ακόμα και σήμερα την επιτομή της κοινωνικής μας προόδου!
Ωστόσο, εξετάζοντας το ύψιστο αυτό κοινωνικό αγαθό, όπως και σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα έπειτα από την εκδήλωση της δημοσιονομικής κρίσης στη χώρα μας, είναι έκδηλη η πρόθεση περικοπών και στο συγκεκριμένο τομέα, τόσο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, όσο και από την υπάρχουσα. Το αριστερό προφίλ που συνοδεύει όμως, την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν επιτρέπει τις οριζόντιες περικοπές. Αντίθετα, επινοεί τεχνάσματα και δήθεν αλλαγές στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες «όλως τυχαίως» εξοικονομούν χρήματα από τον ήδη τραγικά χαμηλό προϋπολογισμό για τον τομέα της Παιδείας. Η περικοπή των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων με την πρόφαση της ακαταλληλότητας καθώς και η μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως υπερβολικά πολλές, που οδηγεί προφανώς στη μείωση των συνολικών ωρών διδασκαλίας και στην περικοπή καθηγητικού προσωπικού, είναι ορισμένα από τα τεχνάσματα που επιστρατεύονται στο όνομα της βελτίωσης και της εξέλιξης.
Όποιες και αν είναι οι συνθήκες, όμως, πρώτη προτεραιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον η διαφύλαξη της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, αν όχι η ενίσχυσή της, καθώς αποτελεί έναν από τους βασικούς συντελεστές κοινωνικής εξέλιξης και προόδου. Η έλλειψη πολιτικής βούλησης αποτελεί, δυστυχώς, ένα κοινό χαρακτηριστικό των τελευταίων κυβερνήσεων, και αποτρέπει ριζικές τομές προόδου στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά στο βωμό της εξουσίας όλα θυσιάζονται και όλα παραμελούνται, ιδιαίτερα στην περίπτωση ιδεολογικών αγκυλώσεων που λειτουργούν ως η τέλεια δικαιολογία. Πουλώντας κίβδηλες υποσχέσεις, φανφάρες και πυροτεχνήματα δεν έγινε καμία ουσιαστική αλλαγή, ιδιαίτερα από τη σημερινή κυβέρνηση που έχει κατακερματίσει η ίδια το ιδεολογικό της υπόβαθρο και έχει χάσει πλήρως τον πολιτικό της προσανατολισμό.
Οι ιδεολογίες, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν μονάχα εκεί που μας εξυπηρετούν, προκειμένου να ικανοποιήσουμε περιστασιακά συμφέροντα και να κερδίσουμε βραχυπρόθεσμα τις εντυπώσεις. Θα πρέπει να μας συντροφεύουν σε κάθε μας κίνηση και ενέργεια, από τις οποίες θα πηγάζει ισχυρή η πολιτική βούληση, που θα οδηγήσει σε ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία και στην οικονομία.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Πρόγραμμα Επαναληπτικής Εξεταστικής Σεπτεμβρίου 2016

Ανακοινώθηκε από τη γραμματεία το πρόγραμμα εξεταστικής του Σεπτεμβρίου, το οποίο και μπορείτε να βρείτε στον παρακάτω σύνδεσμο: Πρόγραμμα Επαναληπτικής Εξεταστικής Σεπτεμβρίου 2016Πρόγραμμα Επαναληπτικής Εξεταστικής Σεπτεμβρίου 2016