Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Περί Ευρωπαϊκής Ένωσης…



Η πολύπλευρη κρίση την οποία βιώνουμε σήμερα έχει πλήξει βασικούς χώρους της δημόσιας σφαίρας και ήρθε να διαλύσει και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις για τις δομές εξουσίας και το σημερινό παγκόσμιο θεσμικό οικοδόμημα. Άλλο ένα εγχείρημα που έχει συμπαρασύρει στο διάβα του αυτός ο ολετήρας είναι η Ε.Ε. Έχει ανοίξει στην Ευρώπη και στους κόλπους της Αριστεράς, από τα πλέον επίσημα χείλη όπως είναι αυτά της κας Μέρκελ και του υπουργού οικονομίας της Γερμανίας κου Φίλιπ Ρέσλερ, το ζήτημα της παραμονής ή όχι της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα και ποιές θα είναι οι συνακόλουθες για την Ελλάδα και την Ε.Ε. συνέπειες. Αναμφισβήτητα, πάγια θέση μιας δημοκρατικής παράταξης όπως η δική μας που δομήθηκε στις αρχές της Ευρωπαϊκής προοπτικής και του Ευρωπαϊκού οράματος, αποτελεί η αδήριτη ανάγκηπαραμονής της χώρας μας εντός της ευρωζώνης, εξαντλώντας κάθε περιθώριο πίεσης και άσκησης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, σε αντίθεση με όσους θεωρούν ότι προαπαιτούμενο άσκησης αυτών είναι η έξοδος από την Ευρωζώνη (και την Ε.Ε.). Σε περίπτωση που επαληθευτεί, όμως, ένα τέτοιο σενάριο γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα.


1.    Έξοδος από το ευρώ. Και μετά, τι;
Αρχικά, ποιος θα επωφεληθεί από την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη; Αυτοί θα είναι μάλλον οι μεγαλοεπιχειρηματίες, οι οποίοι θα δουν τις οφειλές τους προς τους εργαζομένους των εταιρειών τους (το λεγόμενο “μισθολογικό κόστος”), λόγω της αναμενόμενης υποτίμησης της αξίας της εργασίας, να μειώνονται ακόμα και στο 1/3 . Το πρόβλημα δεν σταματάει εκεί όμως, μιας και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (ειδικά εάν είναι αποτέλεσμα μίας ελληνικής χρεοκοπίας -συντεταγμένης ή άτακτης ) η αξία του εγχώριου πλούτου θα υποτιμηθεί ραγδαία. Έτσι, μάλλον δίνεται η ευκαιρία στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο να αγοράσει και να εκμεταλλευτεί την ελληνική περιουσία αντί πινακίου φακής, παρά η δυνατότητα ανάδειξης μιας απεξαρτημένης από συμφέροντα, πατριωτικής κυβέρνησης. Ή για να τεθεί το ζήτημα αλλιώς, πόσο απεξαρτημένη θα είναι μία κυβέρνηση από κέντρα διαφθοράς, όταν αυτά θα ελέγχουν βασικούς τομείς του κράτους και της οικονομίας;

Το δεύτερο ερώτημα είναι, ποιός θα κληθεί να διαχειριστεί την επόμενη μέρα από την έξοδό μας από το ευρώ. Αυτό φαίνεται να είναι το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, αφού ακόμα δεν φαίνονται να αναδεικνύονται νέες φιγούρες ή νέοι σχηματισμοί οι οποίοι να έχουν την προοπτική της ανάληψης της εξουσίας στο εγγύς μέλλον. Δηλαδή, θα κληθούν οι ίδιοι οι οποίοι μας έφεραν σε αυτήν τη δεινή θέση και μάλιστα εμμένουν στην ίδια λανθασμένη κατεύθυνση να διαχειριστούν την πιο κρίσιμη περίοδο στην ελληνική ιστορία, από την μεταπολίτευση και μετά.

Τρίτον, εύλογοι προβληματισμοί ανακύπτουν, αν σκεφτεί κανείς πώς γίνεται όσοι προτάσσουν την κυριαρχία των ανθρώπινων αναγκών έναντι των αναγκών των καρτέλ, την κυριαρχία της πολιτικής έναντι των αγορών και πιο συγκεκριμένα την προτεραιότητα της δημοσιονομικής διεύρυνσης έναντι της νομισματικής σταθερότητας, να υποστηρίζουν πως μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημά μας με ένα “νομισματικό τρικ”. Ωσάν να μην υπάρχουν βασικά προβλήματα στην ελληνική κοινωνία που πρέπει να λυθούν. Λες και με την έξοδο από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή θα δώσουμε λύση στην αποδιοργάνωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, στις στρεβλώσεις της ελληνικής και παγκόσμιας αγοράς, στην γραφειοκρατία του ελληνικού δημοσίου και στην ασυμμετρία της διάρθρωσης αυτού. Αυτή η θέση φαντάζει μάλλον σαν ένα ευκαιριακό πυροτέχνημα, το οποίο προσπαθεί να φτιασιδώσει την αμηχανία συγκεκριμένων χώρων απέναντι στις προκλήσεις του σύγχρονου καπιταλισμού.

Τέταρτον, το ίδιο το ερώτημα όχι μόνον μπαίνει ακόμα και από τους πιο συντηρητικούς κύκλους της Γερμανίας και άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, αλλά μπαίνει και με τους όρους που εκείνοι επιθυμούν. Το ίδιο το γεγονός αυτό αποτελεί άλλη μία ήττα για τον προοδευτικό χώρο, μιας και αδυνατεί να διαμορφώσει αυτός τη φυσιογνωμία και το περεχόμενο των διλλημμάτων. Αυτά, για άλλη μια φορά, εκφράζουν εθνικούς ανταγωνισμούς και στην περίπτωσή μας αποτελεί το αποκρυστάλλωμα των διεργασιών εντός της Ε. Ε., οι οποίες αντί να εστιάζουν στην καταπολέμηση της κρίσης με το μικρότερο δυνατό κόστος σε βασικές κρατικές παροχές (παιδεία, υγεία, κ.τ.λ.), δημοκρατικά δικαιώματα, ανθρώπινες ζωές, περιστρέφονται γύρω από την “τιμωρία” των ελλειμματικών χωρών η οποία θεμελιώνεται σε μία μάλλον συσκοτισμένη ηθικιστική αντίληψη της οικονομίας. Βλέπουμε ουσιαστικά την αποτύπωση των σχεδίων της γερμανικής ελίτ για την επιβολή της κυριαρχίας της στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, αντί να βλέπουμε σε αυτά την αγωνία για μία πιο λειτουργική και συνάμα πιο δίκαιη Ευρώπη. Την αγωνία, ιδανικά, για το κατά πόσον είναι εφικτή μια Ευρώπη η οποία θα κινείται με γνώμονα τις ανάγκες του ανθρώπου και θα εμφορείται από τα βασικά στοιχεία μιας δημοκρατικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας.

2.       Ο διεθνής παράγοντας- Ο ρόλος της Ε. Ε.

Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι σημαντικός παράγοντας για την έκβαση κάθε προσπάθειας ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των θεσμών ενός κράτους, όπως κατέδειξαν ιστορικές φυσιογνωμίες της Αριστεράς (Λέων Τρότσκι, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αντόνιο Γκράμσι, κ.α.) είναι η διεθνής συγκυρία και κατά πόσον οι διεθνής συσχετισμοί ήταν υπέρ, κατά ή ουδέτεροι απέναντί τους. Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η έκβαση του εμφυλίου στην Ελλάδα (1946-1949), όταν η διεθνής πολιτική ελίτ τάχθηκε εμφατικά (προμοτάροντας, μάλιστα) του Εθνικού Στρατού  (σε αυτόν εντάσσονταν και στελέχη από τα βασιλικά κόμματα και τα τάγματα ασφαλείας) και εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Στη σημερινή συγκυρία η Ε. Ε. παραμένει ακόμα ένας χώρος παρέμβασης και διαμόρφωσης των εθνικών και διεθνών τάσεων. Σίγουρα οι αδυναμίες του θεσμικού οικοδομήματος της Ε.Ε. είναι πολλές, με βασικότερη την αδυναμία της απευθείας παρέμβασης των πολιτών και των κοινωνιών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, μιας και οι λαϊκές απαιτήσεις περνάνε μέσα από τη στενωπό των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτές στην καλύτερη περίπτωση μεταβιβάζουν είτε μόνον μέρος των αγωνιών των λαών τους στα υπερεθνικά κέντρα άσκησης εξουσίας, στην καλύτερη, είτε τα συμφέροντα του ντόπιου κεφαλαίου τους, στην χειρότερη.  Επομένως,  δίπλα και παράλληλα στον εκδημοκρατισμό στο εσωτερικό των χωρών της Ε. Ε. πρέπει να υπάρξει και μια αντίστοιχη πρωτοβουλία για τους θεσμούς της Ε. Ε., με τη δημιουργία θεσμών παρέμβασης των κοινωνιών (όσο πιο αδιαμεσολάβητα και αυθεντικά γίνεται) και ελέγχου των υπερεθνικών κέντρων, έτσι ώστε να μπορούν οι λαοί της Ευρώπης να διαμορφώνουν τις εξελίξεις αποτελεσματικά και ουσιαστικά.

3.       Τα θεωρητικά σχήματα των δυνάμεων εντός της Ε. Ε. σε τέλμα

Παρόλα αυτά, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την εμφανή αδυναμία των σημερινών ευρωπαϊκών θεσμών να αντιμετωπίσουν την κρίση. Όσον αφορά τους ηγέτες της Ε. Ε., είναι εμφανές πως εμμένουν μοιρολατρικά σε μία αδιέξοδη κατεύθυνση. Κάθε φορά που κάποιος από τους συντηρητικούς πρωθυπουργούς διατυπώνει δημόσια μία κρίση, εμφανίζεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο αυτό το οποίο ο Λουίς Αλτουσέρ ονόμαζε “ιδεολογική έγκλιση”. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη μας “εγκαλεί”, ανάλογα με την συμβολική ταυτότητα που μας αποδίδεται. Έτσι, οι ευρωπαίοι ηγέτες έχοντας συνδέσει την υπέρβαση της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης με την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων επιταγών της αγοράς, “εγκαλούνται” κάθε φορά που τολμούν ακόμα και να διατυπώσουν, πόσο μάλλον να πράξουν, κάτι το οποίο θα αμφισβητούσε τη συμβολική τους υπόσταση (δηλ. την τοποθέτησή τους, ιδεολογικά, στον “νεοφιλελευθερισμό“).

Αυτή όμως η αδυναμία, από την πλευρά των κυρίαρχων ελίτ, να προτείνουν μία κοινωνικά αποδεκτή διέξοδο από την κρίση δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση άλλοθι για την απαξία στην οποία έχουν περιέλθει οι προοδευτικές δυνάμεις εντός της Ε. Ε., ως αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να προτάξουν και εκείνοι με τη σειρά τους μία αξιόπιστη εναλλακτική. Από τη μία είχαμε την σταδιακή ιδεολογική μετατόπιση των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε νεοφιλελεύθερες ή στην καλύτερη μετριοπαθείς απόψεις. Η διεύρυνση της μεσαίας τάξης τη δεκαετία του '80, και άρα ο μετασχηματισμός της βάσης των κομμάτων, επέφερε και τη διαφοροποίηση όσον αφορά τα συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούσαν. Οι Σοσιαλδημοκρατικοί σχηματισμοί, αντί να προσπαθήσουν να χαράξουν εκ νέου μία προοδευτική στρατηγική που να απαντά στα νέα προβλήματα, άρχισαν να παρεκκλίνουν από τις ιστορικές και αξιακές τους αναφορές και να αποδέχονται σταδιακά το κεφάλαιο ως δύναμη ευημερίας, “στρογγυλεύοντας”, σε θεωρητικό επίπεδο, την υπαρκτή, διαρκή ένταση μεταξύ του πόλου της εργασίας και του πόλου του κεφαλαίου. Ακόμα και οι προτεινόμενες από αυτόν τον χώρο λύσεις οι οποίες εγγράφονται σε ένα Κεϋνσιανό μοντέλο, αναμασούν προτάγματα και θεωρητικά σχήματα του παρελθόντος, χωρίς να απαντούν στο γιατί εξάντλησαν τη δυναμική τους κατά την εφαρμογή τους, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70 (η αποτυχία-λανθασμένη εφαρμογή κατ' άλλους ήταν άλλωστε αυτή που έφερε το νεοφιλελευθερισμό στο προσκήνιο).

Από την άλλη, στην παραδοσιακή Αριστερά, το ενδιαφέρον των διεθνών συζητήσεων, ειδικά μετά την πτώση της Ε. Σ. Σ. Δ., μονοπώλησε το ζήτημα του σοσιαλισμού σε μία χώρα σε αντίθεση με την διεθνιστική προσέγγιση της ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα. Η Αριστερά, μέχρι πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ασχολούνταν συστηματικά με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μεν, αλλά θεωρητική και μόνον δε, συζήτηση η οποία εξαντλούνταν σε μία κριτική προσέγγιση του παρελθόντος. Το προβληματικό ήταν ότι μέσα από αυτές τις προσεγγίσεις δεν ξεπηδούσαν νέες στρατηγικές για το εργατικό κίνημα, αλλά διαιωνίζονταν απλώς παλαιότερες θεωρήσεις. Έτσι, οι αναζητήσεις για το ευρωπαϊκό εγχείρημα περιορίστηκαν σε συγκεκριμένους κύκλους, οι οποίο το έβαζαν μάλιστα σε δεύτερη μοίρα. Επόμενο ήταν οι όποιες προτάσεις προέκυπταν να είναι αποσπασματικές, πρωτόλειες και να μην μπορούν να βρουν έρισμα σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού.

Γίνεται αντιληπτό λοιπόν ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι οι οποίοι δρουν ως τροχοπέδη στην εξεύρεση λύσης στο ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ωστόσο, μέσα σε αυτήν την αντάρα κάθε αριστερός και κάθε δημοκράτης δεν μπορεί παρά να παλέψει για να κρατήσει ζωντανό το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Γιατί μια Προοδευτική Ευρώπη των Λαών δεν αποτελεί πλέον ρέμβη κάποιων περιθωριακών κύκλων, αλλά στρατηγική επιλογή για την επιβίωση της Ε. Ε. Ειδάλλως, το μονοπάτι της ίδιας αποτυχημένης στρατηγικής ενέχει όχι μόνον τον κίνδυνο της διάλυσης της Ε.Ε., αλλά και της αναζωπύρωση των εθνικών ανταγωνισμών (ψήγματα των οποίων εμφανίζονται ήδη), που τόσο στοίχισαν στον κόσμο και στην Ευρώπη και στιγμάτισαν τη δημοκρατική της παράδοση και κουλτούρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου